δεψίδια

δεψίδια
Εστέρες των υδροξυ-αρωματικών οξέων που σχηματίζονται, αν συμπυκνωθεί η καρβοξυλική ομάδα ενός μορίου με τη φαινολική ομάδα ενός άλλου μορίου (το μόριο αυτό μπορεί να είναι και του ίδιου οξέος). Τα δ. πήραν την ονομασία τους από τον Γερμανό χημικό Έμιλ Φίσερ που τα παρασκεύασε πρώτος. Υπάρχουν ελεύθερα στη φύση ή με τη μορφή γλυκοζιτών, ιδιαίτερα στις δεψικές ύλες, αλλά μπορούν να παρασκευαστούν και συνθετικά. Είναι πολύ πιθανόν τα δ. να παίζουν σημαντικό ρόλο στην οξείδωση λιπών και πρωτεϊνών στα κύτταρα των φυτών.
* * *
τα
τα προϊόντα τής συμπυκνώσεως τών φαινυλοξέων, τα οποία έχουν φυσικές και χημικές ιδιότητες ανάλογες με εκείνες τών δεψικών υλών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δεψικές ύλες — Σώματα που υπάρχουν σε μέρη διαφόρων φυτών ή εκχυλίσματα που χρησιμοποιούνται στη βυρσοδεψία για τη δέψη δερμάτων. Συνήθως είναι άμορφα σώματα, με στυφή γεύση, διαλύονται εύκολα στο νερό, καθιζάνουν από τα διαλύματά τους με άλατα μολύβδου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”